ομοκεντρικός
Смотреть что такое "ομοκεντρικός" в других словарях:
ομοκεντρικός — ή, ό 1. μαθημ. αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με έναν άλλο, ομόκεντρος («σχήματα ομοκεντρικά») 2. φρ. «ομοκεντρική φωτεινή δέσμη» ή «ισογενής φωτεινή δέσμη» φυσ. φωτεινή δέσμη τής οποίας όλες οι ακτίνες διέρχονται από το ίδιο σημείο. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ομόκεντρος — η, ο (Α ὁμόκεντρος, ον) (για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων… … Dictionary of Greek
ομοκεντρικότητα — η [ομοκεντρικός] η ιδιότητα τού ομοκεντρικού, ομοκεντρία … Dictionary of Greek
ομόκεντρος — ομόκεντρος, η, ο και ομοκεντρικός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με άλλους: Ομόκεντροι κύκλοι. 2. ως ουσ., ομόκεντρο, το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)